γερμανόφρων

γερμανόφρων
ο, η
αυτός που συμφωνεί με την πολιτική τών Γερμανών και εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Γερμανός + -φρων < φρην (φρενός) (πρβλ. άφρων, γενναιόφρων). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”